Επίκαιρα Θέματα:

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Στο ΣΤΕ προσφεύγουν οι Δήμοι Κοζάνης και Βοίου κατά της ΚΥΑ σχετικά µε την χωροθέτηση νέων σταθµών διοδίων στην Εγνατία οδό και τους κάθετους άξονες αυτής

Από το ΧΡΟΝΟ
Σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, κατά της Κοινής Υπουργικής Αποφάσεως των Υπουργών Οικονοµικών, Υποδοµών και Μεταφορών σχετικά µε την χωροθέτηση νέων σταθµών διοδίων στην Εγνατία οδό και τους κάθετους άξονες αυτής, προχωρά ο Δήμος Κοζάνης. Η αίτηση ακύρωσης στην οποία θα συμμετέχει και ο Δήμος Βοίου, εγκρίθηκε από την Οικονομική Επιτροπή του Δήμου Κοζάνης.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης :
Με την προσβαλλοµένη πράξη τροποποιείται η υπ’ αριθµόν 6686/ 14.11.2014 απόφαση των Υπουργών Οικονοµικών – Υποδοµών, Μεταφοράς και ∆ικτύων περί χωροθέτησης σταθµών διοδίων και καθορισµού τελών διοδίων στην Εγνατία Οδό και στους καθέτους άξονες αυτής (ΦΕΚ Β’ 3086/ 17.11.2014). Επίσης, ρυθµίζονται ζητήµατα σχετικά µε την υιοθέτηση συστήµατος ηλεκτρονικών διοδίων δορυφορικής τεχνολογίας.
Ειδικότερα, η προσβαλλοµένη ορίζει τις ακριβείς θέσεις για είκοσι πλευρικούς σταθµούς διοδίων στον αυτοκινητόδροµο της Εγνατίας οδού και των καθέτων αξόνων της επιπλέον των δεκαοκτώ µετωπικών σταθµών διοδίων, που ήδη υφίστανται και προβλέπονται στην τροποποιούµενη κοινή υπουργική απόφαση. Ακόµη, στην απόφαση αυτή καθορίζεται ρητώς ότι τα διόδια τέλη στους υφιστάµενους σταθµούς διατηρούνται στο ίδιο ύψος, χωρίς ωστόσο να περιέχει οποιαδήποτε αιτιολογία που να θεµελιώνει τον καθορισµό αυτό. Οι ∆ήµοι µας µε προφανές έννοµο συµφέρον ζητούν την ακύρωση της προσβαλλοµένης αποφάσεως, ιδίως στο βαθµό που καθορίζει αναιτιολόγητα το ύψος των διοδίων τελών.
Β. Έννοµο συµφέρον
Η Εγνατία οδός διέρχεται την εδαφική περιφέρεια και των δύο αιτούντων ∆ήµων. Πρόκειται για οδικό άξονα που χρησιµοποιούν τα οχήµατα τα οποία σχετίζονται µε την οικονοµική δραστηριότητα στην περιοχή. , Με την προσβαλλοµένη απόφαση χωροθετούνται συνολικά έξι σταθµοί διοδίων, δύο µετωπικοί και τέσσερις πλευρικοί εντός των γεωγραφικών ορίων του πρώτου αιτούντος από εµάς οργανισµού τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή του ∆ήµου Βοΐου.
Επίσης, ορίζεται ότι τα διόδια τέλη παραµένουν στο ίδιο ύψος µε τα καθοριζόµενα διά της υπ’ αριθµόν ∆17α/ 178/ 4/ ΦΝ/ 393/ 2.10.2014 κοινής υπουργικής αποφάσεως (ΦΕΚ Β’/2761/15.10.2014). Γίνεται, συνεπώς, σαφές ότι οι µετακινήσεις των οχηµάτων από και προς τις προαναφερόµενες περιοχές των ∆ήµων µας θα επιβαρύνονται µε την καταβολή των οριζόµενων στην προσβαλλοµένη διοδίων τελών.
Η υποχρέωση καταβολής των διοδίων τελών σε συνδυασµό µε την επιβολή προστίµου σε περίπτωση µη συµµορφώσεως σε αυτή θα οδηγήσουν σε µείωση των δροµολογίων κάθε είδους οχηµάτων στις περιοχές εντός των γεωγραφικών ορίων των ∆ήµων µας, αλλά και από περιοχές εκτός αυτών προς εµάς. Η µείωση των δροµολογίων δεν µπορεί παρά να σηµαίνει την οικονοµική αποµόνωση των περιοχών εκείνων που για να προσεγγισθούν απαιτείται η προηγούµενη καταβολή διοδίου τέλους. Πιθανολογείται σφόδρα περιορισµός των εµπορικών συναλλαγών και, εν γένει, των οικονοµικών δραστηριοτήτων, ενώ συνέπειες θα υπάρχουν κατ’ επέκταση και στην πολιτιστική και κοινωνική ζωή αυτών των περιοχών.
Το έννοµο συµφέρον των αιτούντων οργανισµών τοπικής αυτοδιοίκησης θεµελιώνεται, επίσης, στην οικονοµική επιβάρυνση που υφίστανται από την καταβολή διοδίων τελών στους σταθµούς της Εγνατίας οδού για τη διέλευση των οχηµάτων που τους ανήκουν. Έτσι, οποιαδήποτε υπηρεσιακή µετακίνηση που απαιτείται να γίνεται στον άξονα της Εγνατίας οδού θα επιβαρύνεται µε διόδια τέλη, όπως αυτά καθορίζονται µε την προσβαλλοµένη απόφαση. Συνεπώς, οι αιτούντες ∆ήµοι επηρεάζονται από αυτήν ευθέως και ως χρήστες, οι ίδιοι, της Εγνατίας οδού.
Γ. Λόγος ακυρώσεως: Η προσβαλλοµένη απόφαση καθορίζει το ύψος των διοδίων τελών χωρίς να έχει ειδική αιτιολογία, από την οποία θα προέκυπτε η αντιστοιχία τους µε τα κόστη κατασκευής και συντήρησης της Εγνατίας οδού και, ως εκ τούτου, η ανταποδότικότητά τους
Η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 78 του Συντάγµατος, ορίζει ότι σύµφωνα µε την οποία το αντικείµενο της φορολογίας και ο φορολογικός συντελεστής δεν µπορούν να αποτελέσουν  αντικείµενο νοµοθετικής εξουσιοδότησης. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η επιβολή τέλους ή επιβάρυνσης µε κανονιστική διοικητική πράξη, όταν δεν µπορεί να αιτιολογηθεί ειδικώς ότι το τέλος αυτό δεν ενισχύει τα γενικά ταµειακά διαθέσιµα του ∆ηµοσίου, αλλά εισπράττεται εν όψει συγκεκριµένης υπηρεσίας. Σηµειώνεται ότι µε την υπ’ αριθµόν 215/ 10.2.2012 απόφαση της ∆ιυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (ΦΕΚ Β΄ 2316/ 10.8.2012) µεταβιβάσθηκαν, χωρίς αντάλλαγµα, στην ανώνυµη εταιρεία ΤΑΙΠΕ∆ Α.Ε. τα δικαιώµατα της εταιρείας ΕΓΝΑΤΙΑ Ο∆ΟΣ Α.Ε. για τη λειτουργία, συντήρηση και εκµετάλλευση του αυτοκινητοδρόµου κ.λπ. «Εγνατία Οδός». εποµένως τα διόδια τέλη που επιβάλλονται κατά µήκος της Εγνατίας οδού δεν αποτελούν µέρος του εργολαβικού ανταλλάγµατος για την κατασκευή του, αλλά έσοδα του Ελληνικού ∆ηµοσίου, εισπραττόµενα διαµέσου της ανώνυµης εταιρείας ΤΑΙΠΕ∆ Α.Ε.
Τα διόδια τέλη συνιστούν ένα τέτοιο ανταποδοτικό τέλος, το οποίο επιβάλλεται για την αντιµετώπιση των δαπανών των σχετικών µε την κατασκευή και τη συντήρηση του οδοστρώµατος των αυτοκινητόδροµων της Εγνατίας Οδού και των καθέτων αξόνων της.
Συνιστούν το αντάλλαγµα για τη χρησιµοποίηση εκ µέρους των οδηγών των οχηµάτων του δηµοσίου αυτού έργου. Οι εργασίες κατασκευής και συντήρησης τους προαναφερόµενους αυτοκινητόδροµους ωφελούν αποκλειστικά τους χρήστες αυτών. Συνεπώς, η επιβάρυνση των χρηστών των αυτοκινητοδρόµων µε ανταποδοτικά τέλη κατ’ αρχήν δικαιολογείται.
Ωστόσο, εν όψει ακριβώς του ανταποδοτικού τους χαρακτήρα, το ύψος των διοδίων τελών πρέπει να βρίσκεται σε αντιστοιχία µε το κόστος της παρεχόµενης υπηρεσίας, δηλαδή µε το κόστος των έργων που σχετίζονται µε την κατασκευή και τη συντήρηση του οδοστρώµατος  ης Εγνατίας Οδού και των καθέτων αξόνων της. Σε διαφορετική περίπτωση, τα τέλη αυτά µεταπίπτουν σε υποκατηγορία της γενικής φορολογίας, η οποία στην περίπτωση αυτή ανεπίτρεπτα καθορίζεται µε κανονιστική διοικητική πράξη, κατά παράβαση της παρ. 4 του άρθρου 78 του Συντάγµατος. Η τεκµηρίωση της προµνησθείσας αντιστοιχίας τελών και κόστους της παρεχόµενης υπηρεσίας αποτελεί αντικείµενο ειδικής αιτιολογίας, η οποία θα έπρεπε να περιλαµβάνεται στην πράξη που καθορίζει το ύψος των διοδίων τελών.
Στην παρ. 5 του άρθρου 1 αυτής, η προσβαλλοµένη καθορίζει το ύψος των τελών στους σταθµούς διοδίων στην Εγνατία οδό. Ειδικότερα, ορίζει ότι τα διόδια παραµένουν στο ίδιο ύψος µε αυτό που είχε καθορισθεί µε την µε αριθµ. ∆17α/ 178/ 4/ ΦΝ 393/ 2.10.2014 κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β’ 2761/15.10.2014). Παρ’ ότι γίνεται παραποµπή σε προηγούµενη υπουργική απόφαση, όµως, η προσβαλλοµένη καθορίζει αυτοτελώς το ύψος των ανταποδοτικών τελών, δεδοµένου µάλιστα ότι, στο προοίµιό της, επικαλείται ρητώς και την εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 62 ν. 4155/2013 (όπως έχει τροποποιηθεί µε το άρθρο 22 ν. 4233/2014 και ισχύει), η οποία παρέχει στους Υπουργούς Οικονοµικών και Υποδοµών, Μεταφορών και ∆ικτύων την εξουσιοδότηση να καθορίζουν το ύψος των διοδίων. Με άλλα λόγια, η κανονιστικώς δρώσα ∆ιοίκηση ασκεί κανονιστική εξουσία µε την προσβαλλοµένη απόφαση, καθώς επιλέγει να ορίσει ρητώς, έστω και µε παραποµπή σε άλλη απόφαση, το ύψος των διοδίων τελών.
Ωστόσο, στον καθορισµό αυτό ελλείπει παντελώς οποιαδήποτε αιτιολογία. . Η προσβαλλοµένη δεν συσχετίζει, ούτε καν αδροµερώς, το ποσόν που αναµένεται ότι θα εισπράττεται από την καταβολή των διοδίων στους οικείους σταθµούς διοδίων µε το κόστος των σχετικών µε τη κατασκευή και συντήρηση του οδοστρώµατος της Εγνατίας Οδού και των καθέτων αξόνων της εργασιών. ∆εν τεκµηριώνει, δηλαδή, ότι τα έσοδα από τα διόδια τέλη των οικείων σταθµών διοδίων είναι τα απαραίτητα για την κάλυψη των εξόδων που συσχετίζονται µε την παρεχόµενη υπηρεσία (κατασκευή/ συντήρηση οδικού δικτύου της Εγνατίας οδού) και, κατ’ επέκταση, την απαιτούµενη αντιστοιχία µεταξύ της παροχής και αντιπαροχής. Κατά τον τρόπο αυτό, όµως, δεν  τεκµηριώνει και τον  νταποδοτικό χαρακτήρα των επιβαλλοµένων, δι’ αυτής, διοδίων τελών και παραβιάζει έτσι τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 78 του Συντάγµατος.
Επειδή, λοιπόν, η παντελής έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλοµένης, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, καθιστά την προσβαλλοµένη ακυρωτέα.
Επειδή το συµφέρον των ∆ήµων µας για την ακύρωση της προσβαλλοµένης είναι έννοµο, άµεσο και ενεστώς, για τους λόγους που αναφέραµε στην παρούσα αίτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Το Προφίλ μας